Η Κατερίνα Μουρίκη κουβεντιάζει στο BOOK TOUR με τον Θεοφάνη Θεοφάνους.
Σύντομο βιογραφικό
Γεννήθηκα στην Αθήνα από μητέρα Σμυρνιά και πατέρα Κρητικό. Μεγάλωσα ακούγοντας σμυρναίικα παραμύθια από τη γιαγιά, ιστορίες από τη μητέρα και κρητικές μαντινάδες από τις θείες μου. Η αθηναϊκή εκείνη συνοικία έμοιαζε τότε με χωριό. Τα σπίτια ήταν χαμηλά κι είχαν αυλές με λουλούδια. Οι δρόμοι ήταν στενοί και τα αυτοκίνητα λιγοστά ενώ οι αλάνες που απλώνονταν ολόγυρα βούιζαν από τα παιχνίδια και τα ξεφωνητά των παιδιών.
Μεγαλώνοντας ανακάλυψα το δημιουργικό μου ταλέντο! Καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη έπαιρνα ύφος, έκανα κινήσεις κι έπλεκα τα παραμύθια μου. Στο σπίτι δεν είχαν πάρει στα σοβαρά τις καταπληκτικές μου δημιουργίες. Έτσι την πλήρωναν τα κουτσούβελα της γειτονιάς. Όταν είπα στους γονείς μου ότι θέλω να γίνω ηθοποιός παραλίγο να με πετάξουν από το παράθυρο. Είπα κι εγώ να σπουδάσω για να γλιτώσω από τη γκρίνια τους.
Σπούδασα Χημεία, Στατιστική και Οικονομικά (για τα τελευταία δεν πήρα το πτυχίο) και ύστερα πάτησα φρένο! Στο μεταξύ είχα γίνει μαμά και –ώ του θαύματος- είχα αποκτήσει και πάλι ακροατήριο για τις ιστορίες μου. Αυτή τη φορά μάλιστα τις φτιάχναμε παρέα. Έτσι γεννήθηκαν τα πρώτα μας παραμύθια που βρήκαν μία εξέχουσα θέση στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου μου…
Όλα όμως έμελλαν ν’ αλλάξουν με αφορμή έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό όπου πήρα ΕΠΑΙΝΟ. Έτσι εκδόθηκε το πρώτο μου παραμύθι και άρχισε η… καταιγίδα. Οι ιστορίες μου εκδίδονταν η μία μετά την άλλη. Ε, άμα σε πάρει η κάτω βόλτα δε σταματάς.
Τώρα συνεχίζω να γράφω –μου έχει μείνει κουσούρι- και περιμένω την ώρα που θα συνεχίσω με τα εγγόνια μου την παράδοση της οικογένειας…
Ποια παιδική σας ανάμνηση παραμένει ανεξίτηλη;
Η μητέρα μου, που στεκόταν πάντα φύλακας άγγελος όχι μόνο στην οικογένειά της αλλά σε κάθε συνάνθρωπό μας. Νηστικός άνθρωπος δεν έφευγε από το σπίτι μας. Νύχτα μέρα νοιαζόταν να βοηθήσει τους συνανθρώπους της. Είχε 4 παιδιά κι ο πατέρας σε αναπηρική καρέκλα. Όμως εκείνη τα προλάβαινε όλα!
Και ως ενήλικη; Τι είναι αυτό που συχνά πυκνά ανασύρετε στη μνήμη σας και αποτελεί πάντα ένα καλό εφαλτήριο για το μέλλον;
Θα απαντήσω και πάλι «Η μητέρα μου». Ήταν άνθρωπος με ψυχική και πνευματική καλλιέργεια και έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία. Την έλεγαν Λέα, από το Τριανταφυλλέα αν και εκείνη επέμενε γελώντας ότι το όνομά της προέρχεται από το ΛΕΑΙΝΑ!
Εκλάμψεις, αναλαμπές; Συνήθως με ποιον τις μοιράζεστε;
Κάποιες φορές με τον άντρα μου. Συχνότερα όμως μόνο με τον εαυτό μου. Την κυοφορία δεν την μοιράζεσαι…
Ο άνθρωπος, ανέκαθεν, ως οντότητα ζει ανάμεσα σε πειρασμούς. Ασπίδες έχουμε;
Την πίστη στον εαυτό μας. Στη δύναμη που κρύβει το «ΜΠΟΡΩ» όταν βγαίνει εκ βαθέων.
Τι σας προσγειώνει απότομα;
Η αχαριστία. Αλλά μετά το πρώτο ξάφνιασμα συνεχίζω την πτήση μου με χαμόγελο και με το κεφάλι ψηλά.
Δώστε μου ένα λόγο για ν’ αγαπήσει κανείς τη μέρα.
Η ίδια η μέρα. Το φως, τα χρώματα, οι οσμές, οι άνθρωποι. Οι τόσες «καλημέρες» που θα πάρεις σαν αντίδωρο στο δώρο της δικής σου «καλημέρας». Λίγο είναι αυτό;
Σε ποια εποχή συναντάμε την αληθινή Κατερίνα, όπου συμμετέχουν σε αυτό που ζει όλα τα μέρη του σώματος (σώμα, μυαλό, ψυχή);
Σε κάθε εποχή του χρόνου αλλά και σε κάθε εποχή του χρόνου της ζωής της, η Κατερίνα είναι αληθινή. Γελάει, κλαίει, χαίρεται και θλίβεται με όλες τις αισθήσεις της. Κι ύστερα βγαίνει από την κολυμβήθρα των συναισθημάτων αναβαπτισμένη, έτοιμη να δημιουργήσει.
Ποια είναι η ραχοκοκαλιά της ζωής;
«…πίστις, ελπίς, αγάπη. Τα τρία ταύτα…»
Ενότητα 2η: H τέχνη της γραφής
Από τα είδη του λόγου, ποιο σας συγκινεί/συναρπάζει περισσότερο;
Το ιστορικό μυθιστόρημα.
Υπάρχει λογοτεχνικός ήρωας του οποίου το γραφτό της μοίρας θα αλλάζατε;
Κατ΄ αρχάς δεν πιστεύω σε γραφτό της μοίρας. Εμείς γράφουμε τη μοίρα μας. Η Άννα Καρένινα δεν ήταν θύμα της μοίρας της, αλλά της αδυναμίας της να αντέξει και να παλέψει ενάντια στην κοινωνική κατακραυγή. Αν μπορούσα να επέμβω στον ρου της ιστορίας της, θα την απέτρεπα τόσο στο να καταφύγει στα ψυχοφάρμακα όσο και στο να πάρει την ολέθρια απόφαση της αυτοκτονίας της.
Η γραφή απαιτεί πειθαρχία ή λειτουργεί αυτόματα;
Τα εξωτερικά ερεθίσματα γονιμοποιούν αυτόματα τη φαντασία και γεννούν την έμπνευση. Μετά χρειάζεται πειθαρχία και ακαταπόνητη δουλειά για να μετουσιωθεί ένα γραπτό σε λογοτέχνημα.
Επιλέγετε ένα καλοξυσμένο μολύβι ή μια καινούργια γραμματοσειρά ενός πολυμέσου, για να ζυμώσετε το χρόνο, τον τόπο, τους ήρωες ως πρώτη επαφή με τη σελίδα;
Ξεκίνησα να γράφω το 1984 με μολύβι και χαρτί. Μου άρεσε η μυρωδιά, ο ήχος της γραφίδας στη λευκή κόλλα, οι μουντζούρες και οι υποσημειώσεις στο πλάι της σελίδας. Όμως ο υπολογιστής μου άνοιξε άλλους δρόμους. Μια σελίδα καθαρή, εναλλακτικές γραφές, αντικαταστάσεις κ.λ.π Έτσι από το 1990 έκανα δεσμό ζωής με τον υπολογιστή μου. Τώρα ο ήχος του πληκτρολογίου συνοδεύει και συδαυλίζει την έμπνευση.
Ας π(ι)ούμε μαζί έναν αγαπημένο σας στίχο/φράση/απόσπασμα από την εγχώρια ή παγκόσμια λογοτεχνία.
Ένας απλός και μεστός στίχος του Γ. Δροσίνη μίλησε στην ψυχή μου όταν ήμουνα παιδί κι από τότε τον έκανα φυλαχτό μου.
«Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα σε ξένα αναστηλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο. Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.»
Ενότητα 3η: Μια φράση ασυμπλήρωτη
(Ένα μικρό λογοπαίγνιο με αφορμή τον τίτλο βιβλίου «Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις» του Δρ. Φελίτσε Λεονάρντο Μπουσκάλια)
Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις και να ελπίζεις πως… θα ‘ρθει άσπρη μέρα και για εμάς!
Υ.Γ.: Οι ταινίες κρύβουν μέσα στη συντομία τους μεγαλειώδεις πανανθρώπινες αξίες. Υπάρχει κάποια την οποία, από πλευράς σεναρίου, μας παροτρύνετε να δούμε;
Θα σας πάω λίγο μακριά, στο 1989. Αναφέρομαι στην ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» σε σενάριο του Τομ Σούλμαν και σκηνοθεσία του Πίτερ Γουίαρ. Εκείνο το “Carpe diem” ακόμα σπιθοβολάει μέσα στο μυαλό μου.